- πολυχρόνου
- πολύχρονοςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) … Deutsch Wikipedia
Αμπαντάν — (Αbadan).Πόλη (245.000 κάτ. το 2002) του ΝΔ Ιράν στην επαρχία Κουζεστάν. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σατ αλ Άραμπ, όχι πολύ μακριά από τις εκβολές του στον Περσικό κόλπο. Τον 19ο αι. το Α. ήταν ένα ασήμαντο χωριουδάκι, που… … Dictionary of Greek
Αντοφαγκάστα — (Antofagasta). Πόλη (298.300 κάτ. το 2002) της κεντρικής Χιλής, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (125.253 τ. χλμ., 493.000 κάτ. το 2002). Η Α. ιδρύθηκε το 1870 και πολύ σύντομα έγινε αντικείμενο διενέξεων μεταξύ Χιλής και Βολιβίας (στην οποία… … Dictionary of Greek